Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ῥαβδονόμος
ῥαβδόομαι
ῥάβδος
ῥαβδουχέω
ῥαβδουχία
ῥαβδοῦχος
ῥαβδοφορέω
ῥαβδοφορία
ῥαβδοφορικόν
ῥαβδοφόρος
ῥάβδωμα
ῥάβδωσις
ῥαβδωτός
ῥαγάς
ῥαγδαῖος
ῥαγδαιότης
ῥάγδην
ῥαγίζω
ῥαγικός
ῥαγίον
ῥαγοειδής
View word page
ῥάβδωμα
rod

ShortDef

rod

Debugging

Headword:
ῥάβδωμα
Headword (normalized):
ῥάβδωμα
Headword (normalized/stripped):
ραβδωμα
IDX:
78010
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78011
Key:

Data

{'content': 'rod'}