Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ῥαβδοειδής
ῥαβδομαντεία
ῥαβδομαχία
ῥαβδονομέω
ῥαβδονόμος
ῥαβδόομαι
ῥάβδος
ῥαβδουχέω
ῥαβδουχία
ῥαβδοῦχος
ῥαβδοφορέω
ῥαβδοφορία
ῥαβδοφορικόν
ῥαβδοφόρος
ῥάβδωμα
ῥάβδωσις
ῥαβδωτός
ῥαγάς
ῥαγδαῖος
ῥαγδαιότης
ῥάγδην
View word page
ῥαβδοφορέω
to carry a wand
ShortDef
to carry a wand
Debugging
Headword:
ῥαβδοφορέω
Headword (normalized):
ῥαβδοφορέω
Headword (normalized/stripped):
ραβδοφορεω
IDX:
78006
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78007
Key:
Data
{'content': 'to carry a wand'}