Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ῥαβδίζω
ῥαβδίον
ῥαβδισμός
ῥαβδιστής
ῥαβδοδίαιτος
ῥαβδοειδής
ῥαβδομαντεία
ῥαβδομαχία
ῥαβδονομέω
ῥαβδονόμος
ῥαβδόομαι
ῥάβδος
ῥαβδουχέω
ῥαβδουχία
ῥαβδοῦχος
ῥαβδοφορέω
ῥαβδοφορία
ῥαβδοφορικόν
ῥαβδοφόρος
ῥάβδωμα
ῥάβδωσις
View word page
ῥαβδόομαι
to be striped
ShortDef
to be striped
Debugging
Headword:
ῥαβδόομαι
Headword (normalized):
ῥαβδόομαι
Headword (normalized/stripped):
ραβδοομαι
IDX:
78001
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78002
Key:
Data
{'content': 'to be striped'}