Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀβελτερία
ἀβελτεροκόκκυξ
ἀβέλτερος
Ἀβεσσαῖος
ἀβίαστος
ἀβίβλης
ἄβιος
ἄβιος2
ἀβίοτος
ἀβιωτοποιός
ἀβίωτος
ἀβλάβεια
ἀβλαβής
ἀβλαστέω
ἀβλάστητος
ἄβλαστος
ἄβλαυτος
ἀβλεμής
ἀβλεννής
ἀβλεπτέω
ἀβλέπτημα
View word page
ἀβίωτος
not to be lived, insupportable
ShortDef
not to be lived, insupportable
Debugging
Headword:
ἀβίωτος
Headword (normalized):
ἀβίωτος
Headword (normalized/stripped):
αβιωτος
IDX:
77
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78
Key:
Data
{'content': 'not to be lived, insupportable'}