Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ῥαβάσσω
ῥαββί
ῥαβδεύομαι
ῥαβδίζω
ῥαβδίον
ῥαβδισμός
ῥαβδιστής
ῥαβδοδίαιτος
ῥαβδοειδής
ῥαβδομαντεία
ῥαβδομαχία
ῥαβδονομέω
ῥαβδονόμος
ῥαβδόομαι
ῥάβδος
ῥαβδουχέω
ῥαβδουχία
ῥαβδοῦχος
ῥαβδοφορέω
ῥαβδοφορία
ῥαβδοφορικόν
View word page
ῥαβδομαχία
a fighting with a staff

ShortDef

a fighting with a staff

Debugging

Headword:
ῥαβδομαχία
Headword (normalized):
ῥαβδομαχία
Headword (normalized/stripped):
ραβδομαχια
IDX:
77998
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77999
Key:

Data

{'content': 'a fighting with a staff'}