Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ϟʹ
ρʹ
ῥᾶ
ῥᾶ2
ῥάας
ῥαβάσσω
ῥαββί
ῥαβδεύομαι
ῥαβδίζω
ῥαβδίον
ῥαβδισμός
ῥαβδιστής
ῥαβδοδίαιτος
ῥαβδοειδής
ῥαβδομαντεία
ῥαβδομαχία
ῥαβδονομέω
ῥαβδονόμος
ῥαβδόομαι
ῥάβδος
ῥαβδουχέω
View word page
ῥαβδισμός
winnowing, threshing

ShortDef

winnowing, threshing

Debugging

Headword:
ῥαβδισμός
Headword (normalized):
ῥαβδισμός
Headword (normalized/stripped):
ραβδισμος
IDX:
77993
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77994
Key:

Data

{'content': 'winnowing, threshing'}