Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πωρίον
πωροειδής
πωροκήλη
πωρολυτικός
πωρόμφαλον
πωρός
πῶρος
πωρόω
πωρώδης
πώρωμα
πώρωσις
πῶς
πως
πωτάομαι
πωτήεις
πῶυ
πῶυξ
Ϟʹ
ρʹ
ῥᾶ
ῥᾶ2
View word page
πώρωσις
petrifaction

ShortDef

petrifaction

Debugging

Headword:
πώρωσις
Headword (normalized):
πώρωσις
Headword (normalized/stripped):
πωρωσις
IDX:
77976
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77977
Key:

Data

{'content': 'petrifaction'}