Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πώρινος
πωρίον
πωροειδής
πωροκήλη
πωρολυτικός
πωρόμφαλον
πωρός
πῶρος
πωρόω
πωρώδης
πώρωμα
πώρωσις
πῶς
πως
πωτάομαι
πωτήεις
πῶυ
πῶυξ
Ϟʹ
ρʹ
ῥᾶ
View word page
πώρωμα
hardened part, callus

ShortDef

hardened part, callus

Debugging

Headword:
πώρωμα
Headword (normalized):
πώρωμα
Headword (normalized/stripped):
πωρωμα
IDX:
77975
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77976
Key:

Data

{'content': 'hardened part, callus'}