Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πωλοτροφικός
πωλοτρόφος
πωλωνεῖα
πῶμα
πῶμα2
πωμάζω
πωμάριον
πωμαρίτης
πωμαστέον
πωματίας
πωμάτιον
πώποτε
πωρητύς
πωρίασις
πώρινος
πωρίον
πωροειδής
πωροκήλη
πωρολυτικός
πωρόμφαλον
πωρός
View word page
πωμάτιον
little lid

ShortDef

little lid

Debugging

Headword:
πωμάτιον
Headword (normalized):
πωμάτιον
Headword (normalized/stripped):
πωματιον
IDX:
77961
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77962
Key:

Data

{'content': 'little lid'}