Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πωλοτροφία
πωλοτροφικός
πωλοτρόφος
πωλωνεῖα
πῶμα
πῶμα2
πωμάζω
πωμάριον
πωμαρίτης
πωμαστέον
πωματίας
πωμάτιον
πώποτε
πωρητύς
πωρίασις
πώρινος
πωρίον
πωροειδής
πωροκήλη
πωρολυτικός
πωρόμφαλον
View word page
πωματίας
a snail, which

ShortDef

a snail, which

Debugging

Headword:
πωματίας
Headword (normalized):
πωματίας
Headword (normalized/stripped):
πωματιας
IDX:
77960
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77961
Key:

Data

{'content': 'a snail, which'}