Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πῶλος
Πῶλος
πωλοτροφέω
πωλοτροφία
πωλοτροφικός
πωλοτρόφος
πωλωνεῖα
πῶμα
πῶμα2
πωμάζω
πωμάριον
πωμαρίτης
πωμαστέον
πωματίας
πωμάτιον
πώποτε
πωρητύς
πωρίασις
πώρινος
πωρίον
πωροειδής
View word page
πωμάριον
pomarium, orchard

ShortDef

pomarium, orchard

Debugging

Headword:
πωμάριον
Headword (normalized):
πωμάριον
Headword (normalized/stripped):
πωμαριον
IDX:
77957
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77958
Key:

Data

{'content': 'pomarium, orchard'}