Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πωλομάχος
πῶλος
Πῶλος
πωλοτροφέω
πωλοτροφία
πωλοτροφικός
πωλοτρόφος
πωλωνεῖα
πῶμα
πῶμα2
πωμάζω
πωμάριον
πωμαρίτης
πωμαστέον
πωματίας
πωμάτιον
πώποτε
πωρητύς
πωρίασις
πώρινος
πωρίον
View word page
πωμάζω
to furnish with a lid, cover up
ShortDef
to furnish with a lid, cover up
Debugging
Headword:
πωμάζω
Headword (normalized):
πωμάζω
Headword (normalized/stripped):
πωμαζω
IDX:
77956
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77957
Key:
Data
{'content': 'to furnish with a lid, cover up'}