Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πωλοδαμαστής
πωλοδαμνέω
πωλοδάμνης
πωλοδαμνία
πωλοδαμνικός
πωλομάχος
πῶλος
Πῶλος
πωλοτροφέω
πωλοτροφία
πωλοτροφικός
πωλοτρόφος
πωλωνεῖα
πῶμα
πῶμα2
πωμάζω
πωμάριον
πωμαρίτης
πωμαστέον
πωματίας
πωμάτιον
View word page
πωλοτροφικός
of or for horsebreeding

ShortDef

of or for horsebreeding

Debugging

Headword:
πωλοτροφικός
Headword (normalized):
πωλοτροφικός
Headword (normalized/stripped):
πωλοτροφικος
IDX:
77951
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77952
Key:

Data

{'content': 'of or for horsebreeding'}