Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πωλητικός
πωλητός
πωλικός
πώλιμος
πωλίον
Πωλίων
πωλοδαμαστής
πωλοδαμνέω
πωλοδάμνης
πωλοδαμνία
πωλοδαμνικός
πωλομάχος
πῶλος
Πῶλος
πωλοτροφέω
πωλοτροφία
πωλοτροφικός
πωλοτρόφος
πωλωνεῖα
πῶμα
πῶμα2
View word page
πωλοδαμνικός
of or for horsebreaking

ShortDef

of or for horsebreaking

Debugging

Headword:
πωλοδαμνικός
Headword (normalized):
πωλοδαμνικός
Headword (normalized/stripped):
πωλοδαμνικος
IDX:
77945
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77946
Key:

Data

{'content': 'of or for horsebreaking'}