Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πωλητής
πωλητικός
πωλητός
πωλικός
πώλιμος
πωλίον
Πωλίων
πωλοδαμαστής
πωλοδαμνέω
πωλοδάμνης
πωλοδαμνία
πωλοδαμνικός
πωλομάχος
πῶλος
Πῶλος
πωλοτροφέω
πωλοτροφία
πωλοτροφικός
πωλοτρόφος
πωλωνεῖα
πῶμα
View word page
πωλοδαμνία
horsebreaking

ShortDef

horsebreaking

Debugging

Headword:
πωλοδαμνία
Headword (normalized):
πωλοδαμνία
Headword (normalized/stripped):
πωλοδαμνια
IDX:
77944
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77945
Key:

Data

{'content': 'horsebreaking'}