Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πωληταί
πωλητήριον
πωλητής
πωλητικός
πωλητός
πωλικός
πώλιμος
πωλίον
Πωλίων
πωλοδαμαστής
πωλοδαμνέω
πωλοδάμνης
πωλοδαμνία
πωλοδαμνικός
πωλομάχος
πῶλος
Πῶλος
πωλοτροφέω
πωλοτροφία
πωλοτροφικός
πωλοτρόφος
View word page
πωλοδαμνέω
to break young horses

ShortDef

to break young horses

Debugging

Headword:
πωλοδαμνέω
Headword (normalized):
πωλοδαμνέω
Headword (normalized/stripped):
πωλοδαμνεω
IDX:
77942
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77943
Key:

Data

{'content': 'to break young horses'}