Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πώλευμα
πώλευσις
πωλευτής
πωλευτικός
πωλεύω
πωλέω
πώλημα
πώλης
πώλησις
πωληταί
πωλητήριον
πωλητής
πωλητικός
πωλητός
πωλικός
πώλιμος
πωλίον
Πωλίων
πωλοδαμαστής
πωλοδαμνέω
πωλοδάμνης
View word page
πωλητήριον
a place where wares are sold, an auction-room, shop

ShortDef

a place where wares are sold, an auction-room, shop

Debugging

Headword:
πωλητήριον
Headword (normalized):
πωλητήριον
Headword (normalized/stripped):
πωλητηριον
IDX:
77933
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77934
Key:

Data

{'content': 'a place where wares are sold, an auction-room, shop'}