Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πωλέομαι
πώλευμα
πώλευσις
πωλευτής
πωλευτικός
πωλεύω
πωλέω
πώλημα
πώλης
πώλησις
πωληταί
πωλητήριον
πωλητής
πωλητικός
πωλητός
πωλικός
πώλιμος
πωλίον
Πωλίων
πωλοδαμαστής
πωλοδαμνέω
View word page
πωληταί
who farmed out
ShortDef
who farmed out
Debugging
Headword:
πωληταί
Headword (normalized):
πωληταί
Headword (normalized/stripped):
πωληται
IDX:
77932
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77933
Key:
Data
{'content': 'who farmed out'}