Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πώλειος
πωλέομαι
πώλευμα
πώλευσις
πωλευτής
πωλευτικός
πωλεύω
πωλέω
πώλημα
πώλης
πώλησις
πωληταί
πωλητήριον
πωλητής
πωλητικός
πωλητός
πωλικός
πώλιμος
πωλίον
Πωλίων
πωλοδαμαστής
View word page
πώλησις
a selling, sale

ShortDef

a selling, sale

Debugging

Headword:
πώλησις
Headword (normalized):
πώλησις
Headword (normalized/stripped):
πωλησις
IDX:
77931
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77932
Key:

Data

{'content': 'a selling, sale'}