Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πωλάριον
πωλεία
πώλειος
πωλέομαι
πώλευμα
πώλευσις
πωλευτής
πωλευτικός
πωλεύω
πωλέω
πώλημα
πώλης
πώλησις
πωληταί
πωλητήριον
πωλητής
πωλητικός
πωλητός
πωλικός
πώλιμος
πωλίον
View word page
πώλημα
thing sold
ShortDef
thing sold
Debugging
Headword:
πώλημα
Headword (normalized):
πώλημα
Headword (normalized/stripped):
πωλημα
IDX:
77929
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77930
Key:
Data
{'content': 'thing sold'}