Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πωγωνοτροφία
πωγωνοφόρος
πωλάριον
πωλεία
πώλειος
πωλέομαι
πώλευμα
πώλευσις
πωλευτής
πωλευτικός
πωλεύω
πωλέω
πώλημα
πώλης
πώλησις
πωληταί
πωλητήριον
πωλητής
πωλητικός
πωλητός
πωλικός
View word page
πωλεύω
to break in a young horse

ShortDef

to break in a young horse

Debugging

Headword:
πωλεύω
Headword (normalized):
πωλεύω
Headword (normalized/stripped):
πωλευω
IDX:
77927
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77928
Key:

Data

{'content': 'to break in a young horse'}