Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πωγωνοτροφέω
πωγωνοτροφία
πωγωνοφόρος
πωλάριον
πωλεία
πώλειος
πωλέομαι
πώλευμα
πώλευσις
πωλευτής
πωλευτικός
πωλεύω
πωλέω
πώλημα
πώλης
πώλησις
πωληταί
πωλητήριον
πωλητής
πωλητικός
πωλητός
View word page
πωλευτικός
skilled in horsebreaking

ShortDef

skilled in horsebreaking

Debugging

Headword:
πωλευτικός
Headword (normalized):
πωλευτικός
Headword (normalized/stripped):
πωλευτικος
IDX:
77926
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77927
Key:

Data

{'content': 'skilled in horsebreaking'}