Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πώγων
πωγωνιαῖος
πωγωνίας
πωγωνικός
πωγωνίτης
πωγωνοκουρία
πωγωνοτροφέω
πωγωνοτροφία
πωγωνοφόρος
πωλάριον
πωλεία
πώλειος
πωλέομαι
πώλευμα
πώλευσις
πωλευτής
πωλευτικός
πωλεύω
πωλέω
πώλημα
πώλης
View word page
πωλεία
a breeding of foals, stud, breed

ShortDef

a breeding of foals, stud, breed

Debugging

Headword:
πωλεία
Headword (normalized):
πωλεία
Headword (normalized/stripped):
πωλεια
IDX:
77920
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77921
Key:

Data

{'content': 'a breeding of foals, stud, breed'}