Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πω
πῶ
πώγων
πωγωνιαῖος
πωγωνίας
πωγωνικός
πωγωνίτης
πωγωνοκουρία
πωγωνοτροφέω
πωγωνοτροφία
πωγωνοφόρος
πωλάριον
πωλεία
πώλειος
πωλέομαι
πώλευμα
πώλευσις
πωλευτής
πωλευτικός
πωλεύω
πωλέω
View word page
πωγωνοφόρος
wearing a beard

ShortDef

wearing a beard

Debugging

Headword:
πωγωνοφόρος
Headword (normalized):
πωγωνοφόρος
Headword (normalized/stripped):
πωγωνοφορος
IDX:
77918
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77919
Key:

Data

{'content': 'wearing a beard'}