Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πυώδης
πύωσις
πω
πῶ
πώγων
πωγωνιαῖος
πωγωνίας
πωγωνικός
πωγωνίτης
πωγωνοκουρία
πωγωνοτροφέω
πωγωνοτροφία
πωγωνοφόρος
πωλάριον
πωλεία
πώλειος
πωλέομαι
πώλευμα
πώλευσις
πωλευτής
πωλευτικός
View word page
πωγωνοτροφέω
let the beard grow

ShortDef

let the beard grow

Debugging

Headword:
πωγωνοτροφέω
Headword (normalized):
πωγωνοτροφέω
Headword (normalized/stripped):
πωγωνοτροφεω
IDX:
77916
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77917
Key:

Data

{'content': 'let the beard grow'}