Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πυτινοπλόκος
πύτινος
πυώδης
πύωσις
πω
πῶ
πώγων
πωγωνιαῖος
πωγωνίας
πωγωνικός
πωγωνίτης
πωγωνοκουρία
πωγωνοτροφέω
πωγωνοτροφία
πωγωνοφόρος
πωλάριον
πωλεία
πώλειος
πωλέομαι
πώλευμα
πώλευσις
View word page
πωγωνίτης
bearded

ShortDef

bearded

Debugging

Headword:
πωγωνίτης
Headword (normalized):
πωγωνίτης
Headword (normalized/stripped):
πωγωνιτης
IDX:
77914
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77915
Key:

Data

{'content': 'bearded'}