Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πυτίνη
πυτινοπλόκος
πύτινος
πυώδης
πύωσις
πω
πῶ
πώγων
πωγωνιαῖος
πωγωνίας
πωγωνικός
πωγωνίτης
πωγωνοκουρία
πωγωνοτροφέω
πωγωνοτροφία
πωγωνοφόρος
πωλάριον
πωλεία
πώλειος
πωλέομαι
πώλευμα
View word page
πωγωνικός
bearded

ShortDef

bearded

Debugging

Headword:
πωγωνικός
Headword (normalized):
πωγωνικός
Headword (normalized/stripped):
πωγωνικος
IDX:
77913
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77914
Key:

Data

{'content': 'bearded'}