Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πυτίζω
πυτιναῖος
πυτίνη
πυτινοπλόκος
πύτινος
πυώδης
πύωσις
πω
πῶ
πώγων
πωγωνιαῖος
πωγωνίας
πωγωνικός
πωγωνίτης
πωγωνοκουρία
πωγωνοτροφέω
πωγωνοτροφία
πωγωνοφόρος
πωλάριον
πωλεία
πώλειος
View word page
πωγωνιαῖος
bearded
ShortDef
bearded
Debugging
Headword:
πωγωνιαῖος
Headword (normalized):
πωγωνιαῖος
Headword (normalized/stripped):
πωγωνιαιος
IDX:
77911
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77912
Key:
Data
{'content': 'bearded'}