Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πυρωτής
πυρωτικός
πυρωτός
πύσμα
πυσματικός
πύσσαχος
πυστιάομαι
πύστις
πυστός
πυτία
πυτίζω
πυτιναῖος
πυτίνη
πυτινοπλόκος
πύτινος
πυώδης
πύωσις
πω
πῶ
πώγων
πωγωνιαῖος
View word page
πυτίζω
spit frequently, spurt

ShortDef

spit frequently, spurt

Debugging

Headword:
πυτίζω
Headword (normalized):
πυτίζω
Headword (normalized/stripped):
πυτιζω
IDX:
77901
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77902
Key:

Data

{'content': 'spit frequently, spurt'}