Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πύρωσις
πυρωτής
πυρωτικός
πυρωτός
πύσμα
πυσματικός
πύσσαχος
πυστιάομαι
πύστις
πυστός
πυτία
πυτίζω
πυτιναῖος
πυτίνη
πυτινοπλόκος
πύτινος
πυώδης
πύωσις
πω
πῶ
πώγων
View word page
πυτία
a sort of junket
ShortDef
a sort of junket
Debugging
Headword:
πυτία
Headword (normalized):
πυτία
Headword (normalized/stripped):
πυτια
IDX:
77900
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77901
Key:
Data
{'content': 'a sort of junket'}