Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πυρωπός
πύρωσις
πυρωτής
πυρωτικός
πυρωτός
πύσμα
πυσματικός
πύσσαχος
πυστιάομαι
πύστις
πυστός
πυτία
πυτίζω
πυτιναῖος
πυτίνη
πυτινοπλόκος
πύτινος
πυώδης
πύωσις
πω
πῶ
View word page
πυστός
learnt

ShortDef

learnt

Debugging

Headword:
πυστός
Headword (normalized):
πυστός
Headword (normalized/stripped):
πυστος
IDX:
77899
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77900
Key:

Data

{'content': 'learnt'}