Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πύρωμα
Πυρωνία
πυρωπός
πύρωσις
πυρωτής
πυρωτικός
πυρωτός
πύσμα
πυσματικός
πύσσαχος
πυστιάομαι
πύστις
πυστός
πυτία
πυτίζω
πυτιναῖος
πυτίνη
πυτινοπλόκος
πύτινος
πυώδης
πύωσις
View word page
πυστιάομαι
inquire
ShortDef
inquire
Debugging
Headword:
πυστιάομαι
Headword (normalized):
πυστιάομαι
Headword (normalized/stripped):
πυστιαομαι
IDX:
77897
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77898
Key:
Data
{'content': 'inquire'}