Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πυρώδης2
πύρωμα
Πυρωνία
πυρωπός
πύρωσις
πυρωτής
πυρωτικός
πυρωτός
πύσμα
πυσματικός
πύσσαχος
πυστιάομαι
πύστις
πυστός
πυτία
πυτίζω
πυτιναῖος
πυτίνη
πυτινοπλόκος
πύτινος
πυώδης
View word page
πύσσαχος
muzzle
ShortDef
muzzle
Debugging
Headword:
πύσσαχος
Headword (normalized):
πύσσαχος
Headword (normalized/stripped):
πυσσαχος
IDX:
77896
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77897
Key:
Data
{'content': 'muzzle'}