Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πυρφορέω
πυρφόρος
πυρώδης
πυρώδης2
πύρωμα
Πυρωνία
πυρωπός
πύρωσις
πυρωτής
πυρωτικός
πυρωτός
πύσμα
πυσματικός
πύσσαχος
πυστιάομαι
πύστις
πυστός
πυτία
πυτίζω
πυτιναῖος
πυτίνη
View word page
πυρωτός
fiery
ShortDef
fiery
Debugging
Headword:
πυρωτός
Headword (normalized):
πυρωτός
Headword (normalized/stripped):
πυρωτος
IDX:
77893
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77894
Key:
Data
{'content': 'fiery'}