Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πυρσοφόρος
πυρσόχαιτος
πυρσώδης
πυρσωπός
πυρφορέω
πυρφόρος
πυρώδης
πυρώδης2
πύρωμα
Πυρωνία
πυρωπός
πύρωσις
πυρωτής
πυρωτικός
πυρωτός
πύσμα
πυσματικός
πύσσαχος
πυστιάομαι
πύστις
πυστός
View word page
πυρωπός
fiery-eyed, fiery

ShortDef

fiery-eyed, fiery

Debugging

Headword:
πυρωπός
Headword (normalized):
πυρωπός
Headword (normalized/stripped):
πυρωπος
IDX:
77889
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77890
Key:

Data

{'content': 'fiery-eyed, fiery'}