Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πυρσοτόκος
πυρσοφορέω
πυρσοφόρος
πυρσόχαιτος
πυρσώδης
πυρσωπός
πυρφορέω
πυρφόρος
πυρώδης
πυρώδης2
πύρωμα
Πυρωνία
πυρωπός
πύρωσις
πυρωτής
πυρωτικός
πυρωτός
πύσμα
πυσματικός
πύσσαχος
πυστιάομαι
View word page
πύρωμα
inflammation
ShortDef
inflammation
Debugging
Headword:
πύρωμα
Headword (normalized):
πύρωμα
Headword (normalized/stripped):
πυρωμα
IDX:
77887
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77888
Key:
Data
{'content': 'inflammation'}