Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πυρσός
πυρσοτόκος
πυρσοφορέω
πυρσοφόρος
πυρσόχαιτος
πυρσώδης
πυρσωπός
πυρφορέω
πυρφόρος
πυρώδης
πυρώδης2
πύρωμα
Πυρωνία
πυρωπός
πύρωσις
πυρωτής
πυρωτικός
πυρωτός
πύσμα
πυσματικός
πύσσαχος
View word page
πυρώδης2
like fire, fiery

ShortDef

cereal
like fire, fiery

Debugging

Headword:
πυρώδης2
Headword (normalized):
πυρώδης
Headword (normalized/stripped):
πυρωδης2
IDX:
77886
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77887
Key:

Data

{'content': 'like fire, fiery'}