Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πυρσόνωτος
πυρσός
πυρσοτόκος
πυρσοφορέω
πυρσοφόρος
πυρσόχαιτος
πυρσώδης
πυρσωπός
πυρφορέω
πυρφόρος
πυρώδης
πυρώδης2
πύρωμα
Πυρωνία
πυρωπός
πύρωσις
πυρωτής
πυρωτικός
πυρωτός
πύσμα
πυσματικός
View word page
πυρώδης
cereal

ShortDef

cereal
like fire, fiery

Debugging

Headword:
πυρώδης
Headword (normalized):
πυρώδης
Headword (normalized/stripped):
πυρωδης
IDX:
77885
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77886
Key:

Data

{'content': 'cereal'}