Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πυρσόλοφοι
πυρσόνωτος
πυρσός
πυρσοτόκος
πυρσοφορέω
πυρσοφόρος
πυρσόχαιτος
πυρσώδης
πυρσωπός
πυρφορέω
πυρφόρος
πυρώδης
πυρώδης2
πύρωμα
Πυρωνία
πυρωπός
πύρωσις
πυρωτής
πυρωτικός
πυρωτός
πύσμα
View word page
πυρφόρος
fire-bearing
ShortDef
fire-bearing
Debugging
Headword:
πυρφόρος
Headword (normalized):
πυρφόρος
Headword (normalized/stripped):
πυρφορος
IDX:
77884
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77885
Key:
Data
{'content': 'fire-bearing'}