Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πυρσόκορσος
πυρσόλοφοι
πυρσόνωτος
πυρσός
πυρσοτόκος
πυρσοφορέω
πυρσοφόρος
πυρσόχαιτος
πυρσώδης
πυρσωπός
πυρφορέω
πυρφόρος
πυρώδης
πυρώδης2
πύρωμα
Πυρωνία
πυρωπός
πύρωσις
πυρωτής
πυρωτικός
πυρωτός
View word page
πυρφορέω
to be a torch-bearer

ShortDef

to be a torch-bearer

Debugging

Headword:
πυρφορέω
Headword (normalized):
πυρφορέω
Headword (normalized/stripped):
πυρφορεω
IDX:
77883
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77884
Key:

Data

{'content': 'to be a torch-bearer'}