Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πυρσοέλικτος
πυρσόκορσος
πυρσόλοφοι
πυρσόνωτος
πυρσός
πυρσοτόκος
πυρσοφορέω
πυρσοφόρος
πυρσόχαιτος
πυρσώδης
πυρσωπός
πυρφορέω
πυρφόρος
πυρώδης
πυρώδης2
πύρωμα
Πυρωνία
πυρωπός
πύρωσις
πυρωτής
πυρωτικός
View word page
πυρσωπός
fiery-eyed
ShortDef
fiery-eyed
Debugging
Headword:
πυρσωπός
Headword (normalized):
πυρσωπός
Headword (normalized/stripped):
πυρσωπος
IDX:
77882
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77883
Key:
Data
{'content': 'fiery-eyed'}