Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πυρσοβόλος
πυρσογενής
πυρσοδυνάστης
πυρσοέλικτος
πυρσόκορσος
πυρσόλοφοι
πυρσόνωτος
πυρσός
πυρσοτόκος
πυρσοφορέω
πυρσοφόρος
πυρσόχαιτος
πυρσώδης
πυρσωπός
πυρφορέω
πυρφόρος
πυρώδης
πυρώδης2
πύρωμα
Πυρωνία
πυρωπός
View word page
πυρσοφόρος
carrying fire

ShortDef

carrying fire

Debugging

Headword:
πυρσοφόρος
Headword (normalized):
πυρσοφόρος
Headword (normalized/stripped):
πυρσοφορος
IDX:
77879
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77880
Key:

Data

{'content': 'carrying fire'}