Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πυρσοβολέω
πυρσοβόλος
πυρσογενής
πυρσοδυνάστης
πυρσοέλικτος
πυρσόκορσος
πυρσόλοφοι
πυρσόνωτος
πυρσός
πυρσοτόκος
πυρσοφορέω
πυρσοφόρος
πυρσόχαιτος
πυρσώδης
πυρσωπός
πυρφορέω
πυρφόρος
πυρώδης
πυρώδης2
πύρωμα
Πυρωνία
View word page
πυρσοφορέω
carry a torch

ShortDef

carry a torch

Debugging

Headword:
πυρσοφορέω
Headword (normalized):
πυρσοφορέω
Headword (normalized/stripped):
πυρσοφορεω
IDX:
77878
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77879
Key:

Data

{'content': 'carry a torch'}