Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πυρσευτής
πυρσεύω
πυρσοβολέω
πυρσοβόλος
πυρσογενής
πυρσοδυνάστης
πυρσοέλικτος
πυρσόκορσος
πυρσόλοφοι
πυρσόνωτος
πυρσός
πυρσοτόκος
πυρσοφορέω
πυρσοφόρος
πυρσόχαιτος
πυρσώδης
πυρσωπός
πυρφορέω
πυρφόρος
πυρώδης
πυρώδης2
View word page
πυρσός
a firebrand, torch

ShortDef

a firebrand, torch

Debugging

Headword:
πυρσός
Headword (normalized):
πυρσός
Headword (normalized/stripped):
πυρσος
IDX:
77876
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77877
Key:

Data

{'content': 'a firebrand, torch'}