Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πυρσαυγής
πυρσεία
πυρσευτήρ
πυρσευτής
πυρσεύω
πυρσοβολέω
πυρσοβόλος
πυρσογενής
πυρσοδυνάστης
πυρσοέλικτος
πυρσόκορσος
πυρσόλοφοι
πυρσόνωτος
πυρσός
πυρσοτόκος
πυρσοφορέω
πυρσοφόρος
πυρσόχαιτος
πυρσώδης
πυρσωπός
πυρφορέω
View word page
πυρσόκορσος
red-maned
ShortDef
red-maned
Debugging
Headword:
πυρσόκορσος
Headword (normalized):
πυρσόκορσος
Headword (normalized/stripped):
πυρσοκορσος
IDX:
77873
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77874
Key:
Data
{'content': 'red-maned'}