Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πυρσαίνω
πυρσαυγής
πυρσεία
πυρσευτήρ
πυρσευτής
πυρσεύω
πυρσοβολέω
πυρσοβόλος
πυρσογενής
πυρσοδυνάστης
πυρσοέλικτος
πυρσόκορσος
πυρσόλοφοι
πυρσόνωτος
πυρσός
πυρσοτόκος
πυρσοφορέω
πυρσοφόρος
πυρσόχαιτος
πυρσώδης
πυρσωπός
View word page
πυρσοέλικτος
writhing in fire

ShortDef

writhing in fire

Debugging

Headword:
πυρσοέλικτος
Headword (normalized):
πυρσοέλικτος
Headword (normalized/stripped):
πυρσοελικτος
IDX:
77872
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77873
Key:

Data

{'content': 'writhing in fire'}