Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πυρρός
Πύρρος
πυρρόστυφον
πυρρότης
πυρρούλας
πυρρόχροος
Πυρρώνειος
πυρσαίνω
πυρσαυγής
πυρσεία
πυρσευτήρ
πυρσευτής
πυρσεύω
πυρσοβολέω
πυρσοβόλος
πυρσογενής
πυρσοδυνάστης
πυρσοέλικτος
πυρσόκορσος
πυρσόλοφοι
πυρσόνωτος
View word page
πυρσευτήρ
one who heats a bath

ShortDef

one who heats a bath

Debugging

Headword:
πυρσευτήρ
Headword (normalized):
πυρσευτήρ
Headword (normalized/stripped):
πυρσευτηρ
IDX:
77865
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77866
Key:

Data

{'content': 'one who heats a bath'}