Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πυρρόξανθος
πυρρόομαι
πυρροπίπης
πυρροποίκιλος
πυρροπτέρυξ
πυρρός
Πύρρος
πυρρόστυφον
πυρρότης
πυρρούλας
πυρρόχροος
Πυρρώνειος
πυρσαίνω
πυρσαυγής
πυρσεία
πυρσευτήρ
πυρσευτής
πυρσεύω
πυρσοβολέω
πυρσοβόλος
πυρσογενής
View word page
πυρρόχροος
red-coloured

ShortDef

red-coloured

Debugging

Headword:
πυρρόχροος
Headword (normalized):
πυρρόχροος
Headword (normalized/stripped):
πυρροχροος
IDX:
77860
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77861
Key:

Data

{'content': 'red-coloured'}