Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πυρριχισμός
πυρριχιστής
πυρριχιστικός
πύρριχος
πυρρόγειος
πυρρογένειος
πυρρόθριξ
πυρροκόραξ
πυρρόξανθος
πυρρόομαι
πυρροπίπης
πυρροποίκιλος
πυρροπτέρυξ
πυρρός
Πύρρος
πυρρόστυφον
πυρρότης
πυρρούλας
πυρρόχροος
Πυρρώνειος
πυρσαίνω
View word page
πυρροπίπης
one that ogles young boys

ShortDef

one that ogles young boys

Debugging

Headword:
πυρροπίπης
Headword (normalized):
πυρροπίπης
Headword (normalized/stripped):
πυρροπιπης
IDX:
77852
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77853
Key:

Data

{'content': 'one that ogles young boys'}