Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πυρρίχιος
πυρριχισμός
πυρριχιστής
πυρριχιστικός
πύρριχος
πυρρόγειος
πυρρογένειος
πυρρόθριξ
πυρροκόραξ
πυρρόξανθος
πυρρόομαι
πυρροπίπης
πυρροποίκιλος
πυρροπτέρυξ
πυρρός
Πύρρος
πυρρόστυφον
πυρρότης
πυρρούλας
πυρρόχροος
Πυρρώνειος
View word page
πυρρόομαι
to become red
ShortDef
to become red
Debugging
Headword:
πυρρόομαι
Headword (normalized):
πυρρόομαι
Headword (normalized/stripped):
πυρροομαι
IDX:
77851
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77852
Key:
Data
{'content': 'to become red'}